περιλαμπίζω

περιλαμπίζω
Ν [περιλαμπής]
1. (αμτβ.) εκπέμπω φως προς όλες τις διευθύνσεις, λάμπω ολόγυρα
2. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, λαμπρύνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”